βουλυτός

βουλυτός
βουλῡτός , βουλυτός
time for unyoking oxen (early afternoon
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βουλυτός — βουλυτός, ο (Α) 1. η ώρα που απολύουν, που ξεζέβουν τα βόδια, η ώρα που σταματάει το όργωμα 2. (ως επίρρ.) βουλυτόνδε κατά το δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βουλῡτός (ενν. καιρός) (Αριστοφ., μτγν. Ελληνική) αποτελεί σύνθετο τ. < βους + λύω, μέσω ενός… …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • βουλυτοῖο — βουλῡτοῖο , βουλυτός time for unyoking oxen (early afternoon masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλυτοῦ — βουλῡτοῦ , βουλυτός time for unyoking oxen (early afternoon masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλυτῷ — βουλῡτῷ , βουλυτός time for unyoking oxen (early afternoon masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλυτόν — βουλῡτόν , βουλυτός time for unyoking oxen (early afternoon masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”